επίπηγμα

επίπηγμα
ἐπίπηγμα, τὸ (Α)
1. αυτό που έχει προσαρμοσθεί στερεά κάπου, που είναι μπηγμένο πάνω σε κάτι
2. στήριγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίπηγμα — cross rods neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπήγματα — ἐπίπηγμα cross rods neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπηξ — ἐπίπηξ, ὁ (AM) μσν. κλαδί που θα εγκεντρισθεί, θα μπολιασθεί κάπου, το μπόλι αρχ. το επίπηγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”